αδασκάλευτος

αδασκάλευτος
-η, -ο [δασκαλεύω]
1. αυτός που δεν έλαβε μόρφωση, ο αδίδακτος
2. που δεν δασκαλεύτηκε, δεν καθοδηγήθηκε προκαταβολικά για να πει ή να κάνει κάτι
3. που δεν έχει κηδεμόνα, ο απροστάτευτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδασκάλευτος — η, ο αυτός που δε δασκαλεύτηκε, δεν καθοδηγήθηκε: Αδασκάλευτη καθώς ήταν, έμεινε αθώα κι απονήρευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακατήχητος — η, ο (Α ἀκατήχητος, ον) [κατηχῶ] αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές τής χριστιανικής πίστης νεοελλ. αδασκάλευτος, ακατατόπιστος αρχ. κατά τη Σούδα «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος» …   Dictionary of Greek

  • αξεσκόλιστος — η, ο αδασκάλευτος, άμαθος, άβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • αξεσκόλιστος — η, ο επίρρ. α αδασκάλευτος, άπειρος, άμαθος, άβγαλτος: Μην τον παρεξηγείς, είναι ακόμη αξεσκόλιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”